Αρχαίες, Βυζαντινές και Λόγιες Φράσεις στη Νέα Ελληνική
Από το βιβλίο «Αρχαίες, Βυζαντινές και λόγιες φράσεις στη Νέα Ελληνική» του Γ. Μαρκαντωνάτου
Ακραδάντως πιστεύω ότι η γλώσσα του Ελληνικού λαού τόσο η καθαρή όσο και η δημοτική είναι μια γλώσσα η Ελληνική – αυτή η αρχαία εν τη εξελίξει την οποίαν υπέστη.
Ε. Βενιζέλος (Από αγόρευσή του το 1911 στην «αναθ. βουλή»)
Φράσεις με την πρόθεση άνευ
άνευ αδείας | χωρίς άδεια |
άνευ αιδούς | χωρίς ντροπή |
άνευ αντικρύσματος | χωρίς αντίκρισμα· χωρίς εγγύηση |
άνευ αντιλογίας | χωρίς αντιλογία |
άνευ αντιρρήσεως | χωρίς αντίρρηση |
άνευ αξίας | χωρίς αξία· αναξιόλογος, ασήμαντος |
άνευ αποδοχών | χωρίς καταβολή μισθού |
άνευ αποχρώντος λόγου | χωρίς σοβαρό λόγο. Π.χ. του επιβλήθηκε τέτοια ποινή άνευ αποχρώντος λόγου. |
άνευ διδασκάλου | συνήθης φράση: μέθοδος άνευ διδασκάλου |
άνευ ετέρας προειδοποιήσεως | χωρίς άλλη προειδοποίηση |
άνευ καθυστερήσεως | χωρίς καθυστέρηση |
άνευ λόγου (και αιτίας ή αφορμής) | χωρίς λόγο (και αφορμή) |
άνευ όρων | χωρίς όρους |
άνευ ουσίας |
Π.χ. παράδοση άνευ όρων χωρίς ουσία |
άνευ προηγουμένου | χωρίς προηγούμενο |
άνευ σημασίας | χωρίς σημασία |
άνευ φόβου και πάθους | χωρίς φόβο και πάθος |
άνευ χαρτοφυλακίου | δηλαδή υπουργός χωρίς υπουργείο |
Άλλες φράσεις από άλφα:
αγαπάτε αλλήλους | να αγαπάει ο ένας τον άλλο· να έχετε μεταξύ σας αγάπη |
αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν | ν’ αγαπάς το διπλανόσου (το συνάνθρωπό σου), όπως αγαπάς τον εαυτό σου |
άγγελος καλών (κακών) επών | αγγελιαφόρος καλών (κακών) ειδήσεων |
αγνώστου πατρός (μητρός) |
άγνωστου πατέρα (μητέρας)· |
άγομαι και φέρομαι | καθοδηγούμαι· παρασύρομαι· είμαι έρμαιο στα χέρια κάποιου |
άδακρυς πόλεμος (μεταφ.) | λέγεται για κάτι που πετυχαίνουμε εύκολα και χωρίς σημαντικό κόστος |
άδηλον το μέλλον | το μέλλον είναι άγνωστο |
Αθήνησι | στη φράση: το Αθήνησι πανεπιστήμιο (το Πανεπιστήμιο της Αθήνας) |
άκουε πολλά, λάλει καίρια | να ακούς πολλά· να λες πράγματα εύστοχα και σημαντικά |
ακρογωνιαίος λίθος | δηλαδή: βάση, θεμέλιο |
άλας της γης | αλάτι της γης (μεταφ. χρήση) Π.χ. έχουν την ψευδαίσθηση ότι αυτοί είναι το άλας της γης (ότι δηλαδή αυτοί είναι μοναδικοί) |
άλλ’ αντ’ άλλων | ασυναρτησίες |
αλλήλων τα βάρη βαστάζετε | να έχετε μεταξύ σας αλληλεγγύη· να βοηθάει ο ένας τον άλλο |
αναμείνατε εις το ακουστικόν σας | περιμένετε στο ακουστικό σας |
άνδρος χαρακτήρ εκ λόγου γνωρίζεται | ο χαρακτήρας ενός ανθρώπου αποκαλύπτεται από το λόγο του |
ανέκαθεν | από παλιά· εξαρχής· πάντοτε |
άνθρακες ο θησαυρός | ο θησαυρός αποδείχτηκε ασήμαντος |
αντί πάσης θυσίας | (για διάψευση ελπίδων) με κάθε θυσία• με κάθε τίμημα |
ανωτέρα βία | εξωτερικός εξαναγκασμός |
άξιονέστι | αξίζει· είναι άξιο |
απανταχού (της γης) | σε ολόκληρη (τη γη) |
απεταξάμην τον Σατανάν | λέγεται για πρόσωπο, πεποίθηση ή συνήθεια που εγκαταλείψαμε ή απαρνηθήκαμε. Η φράση προέρχεται από το Μυστήριο της Βάπτισης. |
απλούς ο μύθος της αλήθειας | ο λόγος της αλήθειας είναι απλός |
Φράσεις με την πρόθεση από
από αμνημονεύτων χρόνων |
από τα αρχαία χρόνια |
από απόψεως |
από την άποψη |
από αρχαιοτάτων χρόνων |
από τα πανάρχαια χρόνια |
από θέσεως ισχύος |
από θέση που εξασφαλίζει κύρος και δύναμη |
από καθέδρας |
με ύφος αυθεντικό, δογματικό Π.χ. ομιλεί από καθέδρας (= ομιλεί με ύφος μη επιδεχόμενο αντίρρηση) |
από καιρού εις καιρόν |
κάποτε κάποτε· κατά διαστήματα |
από καρδιάς |
από την καρδιά μου |
από καταβολής κόσμου |
Π.χ. σε συγχαίρω από καρδιάς (= θερμά συγχαρητήρια) από την αρχή της δημιουργίας του κόσμου |
από κοινού |
μαζί |
από κορυφής μέχρις ονύχων |
από την κορυφή ως τα νύχια |
από κτίσεως κόσμου |
από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος |
από λίκνου |
από τη νηπιακή ηλικία |
από μακρού |
πριν από πολλά χρόνια |
από μηχανής θεός |
μεταφ.: άνθρωπος ή μέσο που παρουσιάζεται |
από μνήμης |
απροσδόκητα και δίνει λύση στο αδιέξοδο π.χ. λέει τους κανόνες από μνήμης |
από πάσης απόψεως |
από κάθε άποψη |
από πλευράς |
από άποψη |
από προσώπου γης |
στη φράση: χάθηκε από προσώπου γης |
από σκοπού |
σκόπιμα |
από στόματος |
προφορικά |
από το όραν το έραν |
λέγεται για τον έρωτα που γεννιέται συνήθως από το πρώτο κοίταγμα |
από τούδε και εις το εξής |
από τώρα και ύστερα |
από τραπέζης (στέγης) και κοίτης (κλίνης) |
λέγεται στις περιπτώσεις χωρισμού συζύγων |
από φυλακής πρωίας |
από νωρίς το πρωί |
Άλλες φράσεις από άλφα:
άρτος και θεάματα | π.χ.δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο παρά για τον άρτον και θεάματα |
άσκησις επί χάρτου | άσκηση στο χάρτη |
ασκοί του Αιόλου | (εικονική στρατιωτική άσκηση) στη φράση: ανοίγω τους ασκούς του Αιόλου (=δηλαδή αφήνω να ξεχυθούν μύρια κακά) |
ασώματος κεφαλή | κεφάλι χωρίς σώμα |
αττικόν άλας | δηλαδή κομψός και πνευματώδης λόγος |
αυθημερόν | την ίδια μέρα |
αυστηρώς ακατάλληλον | τελείως ακατάλληλο |
αυτήκοος μάρτυς | λέγεται για μάρτυρα, που άκουσε κάτι με τα ίδια του τα αυτιά |
αυτόπτης μάρτυς | μάρτυρας που υπήρξε παρών τη στιγμή του συμβάντος και είδε με τα ίδια του τα μάτια ό,τι πρόκειται να καταθέσει |
αυτός καθ’ αυτόν | αυτός ο ίδιος |
αυτόχρημα | αμέσως· στη στιγμή |
αφ’ ενός μεν… αφ’ ετέρου δε | από τη μια… από την άλλη |
αφρώδης οίνος | κρασί γεμάτο αφρούς· σαμπάνια |
αχίλλειος πτέρνα | μεταφ.: το αδύνατο σημείο |
άψε σβήσε | μεταφ.: τη δουλειά που του ανέθεσαν, την έκανε στο άψε σβήσε (= δηλαδή πολύ γρήγορα) |