Εξαίρω και εξαιρώ
Ξέρετε από ποια ρήματα των αρχαίων ελληνικών προέρχονται τα ρήματα εξαίρω και εξαιρώ;
Είναι σύνθετα των αρχαίων ρημάτων αίρω (από άείρω, αϊρω ήρα) και αιρώ.
Το αίρω σήμαινε: σηκώνω, υψώνω. Σίγουρα θα έχετε ακούσει τη φράση του Ευαγγελίου: «Ο αίρων (αυτός
που σηκώνει) τας αμαρτίας του κόσμου».
Το αιρώ σήμαινε: κυριεύω, συλλαμβάνω, καταλαμβάνω, παίρνω και το μέσο ρήμα αιρούμαι σήμαινε επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω.
Το αίρω το χρησιμοποιούμε στη νέα ελληνική ενώ το αιρώ δεν το χρησιμοποιούμε παρά μόνο σε σύνθεση με προθέσεις.
Δείτε μερικές φράσεις με το ρήμα αίρω στη νέα ελληνική γλώσσα.
Πιστεύεται ότι οι συμβολαιογράφοι θα άρουν (θα ακυρώσουν) την απόφασή τους για νέα απεργιακή κινητοποίηση.
Είναι άγνωστο το πότε θα αρθούν οι τραπεζικοί περιορισμοί.
H βουλή ήρε την εμπιστοσύνη της (την απέσυρε) προς την κυβέρνηση. H κυβέρνηση ήρε (κατάργησε) την επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας.
Αίρεται η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων.
Επανερχόμαστε στα ρήματα εξαίρω (εξήρα – θα εξάρω) και εξαιρώ (εξαίρεσα – θα εξαιρέσω).
Δείτε μερικές φράσεις όπου χρησιμοποιούνται τα δύο αυτά ρήματα:
εξ-αίρω (έξαρση)
Ο διευθυντής εξήρε (εκθείασε) τα προσόντα αυτού του υπαλλήλου.
Στο άρθρο αυτό εξαίρεται (επαινείται) η προσωπικότητα αυτού του συγγραφέα.
εξ-αιρώ (εξαίρεση, εξαίρετος, εξαιρετικός)
H Ελλάδα, αν εξαιρέσουμε τη Θεσσαλία, δεν έχει άλλη αξιόλογη πεδιάδα.
Εκφράσεις: Όλοι οι άνθρωποι, εξαιρουμένων των παρόντων (εκτός από τους παρόντες), είναι υποκριτές.
Όλοι οι υποψήφιοι, μηδενός εξαιρουμένου, θα περάσουν ένα δοκιμαστικό τεστ.
Σήμερα χρησιμοποιούμε κυρίως τα σύνθετα με προθέσεις των ρημάτων αίρω και αιρώ:
αίρω
επ-αίρομαι (υπερηφανεύομαι, καυχώμαι) Ο γείτονάς μου επαίρεται για το μεγάλο σπίτι που αγόρασε. Επαίρεται για τις επιτυχίες του.
αιρώ
- αν-αιρώ (αναίρεση) Αναιρώ μια θεωρία / τις κατηγορίες που μου προσάπτουν / την υπόσχεσή μου / το λόγο μου.
- αφ-αιρώ (αφαίρεση) Μου αφή(αί)ρεσαν την άδεια οδήγησης. Του αφαίρεσε τη ζωή με ειδεχθή τρόπο. Πέρσι αφαίρεσα τη χολή μου.
- αφ-αιρούμαι (αφηρημένος) Μην αφαιρείστε την ώρα του μαθήματος.
- καθ-αιρώ (καθαίρεση) Καθή(αί)ρεσαν τον αξιωματικό τής αστυνομίας για άγνωστο λόγο.
- δι-αιρώ (διαίρεση, αδιαίρετος, διηρημένος κ.ά.) Διαίρεσα το βιβλίο σε 10 ενότητες.
- Η κατάργηση τής θανατικής ποινής τείνει να διαιρέσει την κοινή γνώμη.
- Έκφρ.: Διαίρει και βασίλευε (να προκαλείς διχασμό στους αντιπάλους ή τους εξουσιαζόμενους, διότι έτσι τους διοικείς ευκολότερα).
- συν-αιρώ (συναίρεση, συνηρημένος, ασυναίρετος) Συναιρώ τη λύπη σου / τον πόνο σου.
- Συναίρεση: Τιμάω-Τιμώ (Γραμματική)
- υπ-εξ-αιρώ (υπεξαίρεση) Ο ταμίας τής τράπεζας κατηγορήθηκε για υπεξαίρεση χρημάτων.
- υπο-δι-αιρώ (υποδιαίρεση) Το υπουργείο υποδιαιρείτα σε διευθύνσεις.