Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, κυρία μου!
Μια μέρα, πριν από αρκετά χρόνια, μπήκα σ’ ένα ταξί για να πάω σε μια συναυλία στο Μέγαρο Μουσικής. Δε χρειάζεται πολύ για να πιάσει κανείς κουβέντα με τους ταξιτζήδες. Είμαι κι εγώ τύπος που «τη βρίσκω» όπως συνηθίζεται να λέγεται, στο να συζητάω περί παντός επιστητού με ανθρώπους που δε γνωρίζω, όταν το έδαφος είναι βεβαίως πρόσφορο.
Τι γίνεται; του λέω. Πώς τα πάτε με την κατάσταση;
Πώς να τα πάμε, κυρία μου; Δύσκολα … δύσκολα, μου απαντάει.
Έχεις οικογένεια;
Βεβαίως, μου λέει, έχω δύο παιδιά, διδυμάκια, τον Πέτρο και την Ελένη.
Πόσων χρόνων είναι; τον ρωτάω.
Είναι δέκα και πολύ καλοί μαθητές. Έχω και μια χρυσή γυναίκα. Δεν είμαστε πλούσιοι τα βγάζουμε πέρα τσίμα τσίμα. Αλλά είμαστε ευτυχισμένοι. Οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, κυρία μου! Την υγειά μας να ΄χουμε και να παλεύουμε. Έτσι είναι η ζωή!
Το οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ακούστηκε από το στόμα ενός απλού ανθρώπου χωρίς περγαμηνές, χωρίς διπλώματα, χωρίς την παιδεία που θα του επέτρεπε να χρησιμοποιεί τέτοιες εκφράσεις τόσο αυθόρμητα, τόσο φυσικά και με τόση άνεση. Από εκείνη την ημέρα μ’ έπιασε μια μανία να παρατηρώ το λέγειν των ομιλούντων: νέων, ηλικιωμένων, μορφωμένων και μη, τηλεπαρουσιαστών, ηθοποιών, ανθρώπων των πόλεων, ανθρώπων της υπαίθρου κ.ά. Παράλληλα σημείωνα, όποτε ήταν δυνατόν, εκφράσεις σαν την προαναφερθείσα. Στα ακούσματα αυτά με περίμεναν αλλεπάλληλες εκπλήξεις. Εκφράσεις όπως ο μη γένοιτο, νυχθημερόν, μηδένα προ του τέλους μακάριζε, τι μέλει γενέσθαι κι ένα σωρό άλλες έρεαν από τα χείλη όλων αυτών των ανθρώπων σαν γάργαρο νερό. Στη συνέχεια άρχισα να υπογραμμίζω κείμενα γραπτού λόγου. Νέες εκπλήξεις. Τελικά συνειδητοποίησα ότι η εντύπωση που έχουμε, οι περισσότεροι από όλους εμάς, ότι τέτοιες φράσεις δεν τις συναντάμε παρά μόνον σε κύκλους και συζητήσεις ατόμων ενός κάποιου μορφωτικού επιπέδου, είναι τελείως λανθασμένη.
Ο γλωσσικός αυτός πλούτος ρέει στο αίμα κάθε Νεοέλληνα, βρίσκεται στην άκρη των χειλιών του, περνάει στα γραπτά κείμενα χωρίς σκέψη και προγραμματισμό έτσι απλά όπως λέμε Καλημέρα! Είναι πράγματι αξιοθαύμαστο το ότι διατηρούν την ενάργεια, την ακεραιότητα, τη δύναμή τους λέξεις και εκφράσεις που μας έρχονται από το απώτατο παρελθόν κι εξακολουθούν να επιβιώνουν ύστερα από τόσες εκατονταετίες, ατόφιες και ζωντανές, στο στόμα των Νεοελλήνων. Είναι απορίας άξιον το ότι αυτό συμβαίνει και στην Κύπρο μετά τόσους κατακτητές που πέρασαν από το μακρινό αυτό νησί.
Και ποιες είναι αυτές οι λέξεις και εκφράσεις; Είναι απευθείας από τα αρχαία ελληνικά κείμενα, είναι από την Αγία Γραφή, ιδιαιτέρως από την Καινή Διαθήκη και από εκκλησιαστικούς Ύμνους, είναι από τη βυζαντινή και από τη λόγια γλωσσική μας παράδοση. Όλος αυτός ο γλωσσικός πλούτος που κοσμεί το λόγο των Νεοελλήνων, τόσο τον προφορικό όσο και τον γραπτό, προσδίδει στο λόγο και στα νοήματα που εκφράζει μεγαλύτερη εκφραστικότητα, ακρίβεια και πυκνότητα, δύναμη και παλμό. Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο σφριγηλό, πόσο εύγλωττο κάνουν τον πεζό καθημερινό μας λόγο αυτές οι φράσεις. Η επιβίωση του γλωσσικού αυτού πλούτου μέχρι των ημερών μας αποδεικνύει τη δύναμη της ελληνικής γλώσσας που επί 3000 χρόνια συνεχίζει χωρίς διακοπή να μιλιέται στο χώρο όπου γεννήθηκε και στην απομακρυσμένη γεωγραφικά αλλά γλωσσικά τόσο κοντά, Κύπρο.
Και για του λόγου το αληθές παραθέτω κάποια γραφόμενα μελετητών της γλώσσας μας, ποιητών και γλωσσολόγων, Ελλήνων, ξένων και άλλων:
«Η έκφραση κόρη της αρχαίας γλώσσας είναι για τη νέα γλώσσα μεταφορά άστοχη και απατηλή. Η νέα μας γλώσσα είναι ίδια η α ρ χ α ί α που αδιάκοπα μιλημένη από το Ελληνικό Έθνος για χιλιάδες χρόνια, από χείλη σε χείλη και από πατέρα σε παιδί, άλλαξε με το να μιλιέται… ώσπου πήρε τη σημερινή της μορφή της μητρικής γλώσσας, αφετηρία και αυτή για νέα εξέλιξη.» Μ. Τριανταφυλλίδης: Νεοελληνική Γραμματική – Ιστορική Εισαγωγή, Αθήνα 1938, σελ.56
«Η ελληνική γλώσσα δεν έπαψε ποτέ να μιλιέται. Δέχτηκε τις αλλοιώσεις που δέχεται καθετί ζωντανό, αλλά δεν παρουσιάζει κανένα χάσμα.» Γ .Σεφέρης, Δοκιμές, 2ος τόμος, σελ.156 («Ομιλία στη Στοκχόλμη»), Αθήνα 1981