Πορεία προς τη δημοτική γλώσσα
Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός που δεν περιορίζεται ούτε καθοδηγείται από κανέναν άλλον, πέραν των χρηστών της, που τη μεταλλάσσουν μέσα στο χρόνο, εξυπηρετώντας τις ανάγκες τους.
Όπως αναφέρει όμως ο Francisco R. Adrados στον πρόλογό του στην Ιστορία της Ελληνικής Γλώσσας από τις απαρχές ως τις μέρες μας, «αν με τη γραφή, η γλώσσα ξεπερνά τον χρόνο και τον χώρο, με την ορθογραφία -την προσήλωση στην ετυμολογική απεικόνιση των λέξεων- η γλώσσα αποκτά ιστορική ενότητα και φυσιογνωμία».
Τα νέα ελληνικά είναι η συνέχεια των αρχαίων ελληνικών. Από τις τέσσερις διαλέκτους της αρχαίας ελληνικής, η Αττική διάλεκτος, που προέρχεται από την Ιωνική, με την πολιτική και πνευματική ακμή και επιρροή των Αθηναίων, επιβάλλεται ως η κοινή γλώσσα των Ελλήνων. Με αυτήν εκφράζονται ο Πλάτωνας, ο Ισοκράτης, ο Δημοσθένης και αργότερα το Μακεδονικό βασίλειο. Αυτή τη γλώσσα διαδίδει ο Μέγας Αλέξανδρος στον τότε γνωστό κόσμο, στην Αίγυπτο, στην Μικρά Ασία, στη Συρία, ακόμη και στα βάθη της Ασίας.
Η Αττική γλώσσα, με την επαφή της με άλλες γλώσσες υπέστη μία αλλοίωση – φυσική άλλωστε – αλλά και εμπλουτίστηκε με νέες λέξεις από τις γλώσσες των λαών που τη χρησιμοποίησαν και έγινε η lingua franca της εποχής (300 π.Χ. έως 300 μ.Χ.). Αυτή η γλώσσα ονομάστηκε Κοινή Αλεξανδρινή ή απλώς Κοινή και αποτέλεσε τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης. Στην Κοινή μεταφράστηκε και η Παλαιά Διαθήκη.
Η τάση κατά τον 1ο μ.Χ. αιώνα να γράφουν κάποιοι συγγραφείς στην Αττική αντί στην Κοινή, ονομάστηκε Αττικισμός. Η Αττική εθεωρείτο η γλώσσα που θα τους βοηθούσε στη δημιουργία αριστουργημάτων. Ο Αττικισμός δεν μπόρεσε να αναχαιτίσει την εξέλιξη της Κοινής, επικράτησε όμως ως η επίσημη γλώσσα την περίοδο της Βυζαντινή αυτοκρατορίας (300 μ.Χ. έως 1453 μ.Χ.). Συγχρόνως, η Κοινή, η γλώσσα του λαού, εξελίσσεται και από την εποχή του Ιουστινιανού (6ος μ.Χ. αιώνας) προσομοιάζει όλο και περισσότερο στα σημερινά Νέα Ελληνικά παρά στα Αρχαία (11ος αιώνας) όπου στο τέλος της Βυζαντινής εποχής να είναι σχεδόν η ίδια με τη σημερινή γλώσσα (15ος αιώνας).
Από το 1800, η επαφή με την Ευρωπαϊκή κουλτούρα και η ανάπτυξη της παιδείας σε ορισμένες περιοχές της χώρας, έδωσαν μια ώθηση στη δημοτική γλώσσα, με μεγάλη όμως αντίσταση του Αττικισμού.
Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων αιώνων Τουρκοκρατίας, η Ελλάδα χάνει την Αναγέννηση και μαζί της την ευκαιρία να αναπτύξει τη γλώσσα της μέσα από τη λογοτεχνική και πνευματική δημιουργία. Μόνο η Κρήτη, που παραμένει υπό την Ενετική κατοχή μέχρι τον 17ο αιώνα, γνωρίζει πνευματική άνθιση. Οι λογοτέχνες εκφράζονται στην τοπική λαϊκή γλώσσα, το κρητικό ιδίωμα, κατανοητό παρ’ όλα αυτά από τους Έλληνες μέχρι και σήμερα.
Στην υπόλοιπη Ελλάδα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου και η έλλειψη παιδείας, απλουστεύει το λεξιλόγιο όσον αφορά πολλές θεματικές έννοιες, εκτός από αυτές των συναισθημάτων και της καθημερινής ζωής. Εκεί αντιθέτως εμπλουτίζεται και γίνεται πιο εκφραστική, αρμονική, ακριβής, αλλά και ευέλικτη. Τρανταχτό παράδειγμα, τα Δημοτικά Τραγούδια.
Από το 1800, η επαφή με την Ευρωπαϊκή κουλτούρα και η ανάπτυξη της παιδείας σε ορισμένες περιοχές της χώρας, έδωσαν μια ώθηση στη δημοτική γλώσσα, με μεγάλη όμως αντίσταση του Αττικισμού. Οι λόγιοι Έλληνες επιμένουν στον «καθαρισμό» της γλώσσας. Έτσι έχουμε την επικράτηση της Καθαρεύουσας, η οποία καθιερώθηκε και επίσημα μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και τη δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Η Καθαρεύουσα είναι πλέον η επίσημη γραπτή γλώσσα του κράτους, βασισμένη στη γραμματική της Αττικής. Τα λογοτεχνικά κείμενα αρχικά γράφονταν στην Καθαρεύουσα, μέχρι το κίνημα της Επτανησιακής Σχολής που κατάφερε, με τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, να στρέψει και τους υπόλοιπους λογοτέχνες στη ζωντανή ομιλούμενη γλώσσα, η οποία με το χρόνο εξελίχθηκε στη σημερινή της μορφή.
Το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε οριστικά με την Εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, όπου αναγνωρίστηκε ως επίσημη γλώσσα του κράτους και του εκπαιδευτικού συστήματος η δημοτική. Τέλος, το 1982 καθιερώθηκε το μονοτονικό σύστημα, που απλοποίησε ακόμη περισσότερο την ορθογραφία της γλώσσας.